- Tatsache
- Tatsache<-, -n> f γεγονός nt,• ? (umg) σοβαρά;,• unter Vorspiegelung falscher n με την παράσταση ψευδών γεγονότων,• vor vollendeten n stehen βρίσκομαι προ τετελεσμένων γεγονότων,• ist, dass … είναι γεγονός ότι …,• auf dem Boden der n stehen κρίνω αντικειμενικά και ρεαλιστικά, πατώ με τα δύο πόδια στη γη,• anspruchsbegründende (JUR) πραγματικό περιστατικό που θεμελιώνει την αξίωση,• offenkundige (JUR) πασίδηλο γεγονός,• rechtserhebliche (JUR) νομικά κρίσιμο περιστατικό,• unwesentliche/wesentliche n (JUR) επουσιώδη/ουσιώδη γεγονότα,• juristische (JUR) νομικό γεγονός,• den n entsprechen ανταποκρίνομαι στα γεγονότα,• die n verdrehen παραποιώ διαστρεβλώνω τα γεγονότα,• vollendete n schaffen δημιουργώ τετελεσμένα γεγονότα
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.